Όσο και αν περπατώ την ημέρα τη νύχτα καταλήγω πάντα σε μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα. Μελαγχολικά και αχανή σαν σχολεία. Με ορόφους και αίθουσες που επαναλαμβάνονται πανομοιότυπες η μια δίπλα από την άλλη. Ξέρω ότι κάποτε, κάπου εδώ θα τον συναντήσω.
Εκείνο τον γίγαντα που ανεμίζει τα δρεπανηφόρα χέρια του σχίζοντας ανατριχιαστικά τον αέρα. Όπως τότε που έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα μέχρι το τέλος του διαδρόμου και βρέθηκα απότομα στην κεντρική αυλή και πρόλαβα να δω πίσω από το κλιμακοστάσιο την τελευταία λάμψη μιας λάμας πριν χαθεί για πάντα.
Προς το παρών αρχίζω και παίρνω τον έλεγχο πάλι στα χέρια μου. Πέρασα ατελείωτα χειμωνιάτικα βράδια κλεισμένος στην κουκέτα μου ακούγοντας τη μηχανή να ανεβάζει στροφές και τα πιστόνια να ανεβοκατεβαίνουν αγκομαχώντας. Άρχισα να διακρίνω στα γύρω υψώματα μια κίνηση που δεν το κρύβω , στην αρχή με ανησύχησε. Μετά ,με μεγάλη μου ανακούφιση κατάλαβα πως ήταν δικοί μας. Δεν ήμουν μόνος σ’αυτό τον πόλεμο. Κάπου εκεί έξω, κάποιος σαν κι εμένα, κρατούσε ακόμα με νύχια και με δόντια κάποια υψώματα. Μερικές φορές τα βράδια ξυπνώ από ριπές και εκρήξεις. Άλλοτε ακούγονται από μακριά και άλλοτε πολύ κοντά μου. Είναι φορές που ο ουρανός φωτίζεται ολόκληρος. Σηκώνομαι και τρέχω σε μια από τις θέσεις που έχω φτιάξει. και προσπαθώ να διακρίνω την κατάσταση. Κάποιος δέχεται επίθεση. Ανάβω τη διόπτρα και σαρώνω την περιοχή. Ρίχνω για να τους αποσυντονίσω. Μερικές φορές εξουδετερώνω ολόκληρα στοιχεία πολυβόλων ή μικρές ομάδες κρούσης πριν προλάβουν να καταλάβουν από που δέχονται πυρά. Αυτό το αίσθημα ομαδικότητας με συγκινεί και μου δίνει θάρρος να συνεχίσω.
Η πύρινη ρόδα του ήλιου κατρακυλά στον ορίζοντα , οι σκιές μακραίνουν, και από κάπου μακριά νομίζω ότι ακούω παφλασμούς κυμάτων. Είναι η μοίρα μου που τρίζει στις ανηφόρες. Που τρέχει να με φτάσει, να σε φτάσει…