Απο το λιμάνι του Santo Stefano ξεκινούσαν πάντα τα πλοιαράκια της γραμμής για να μεταφέρουν τους επισκέπτες στο νησάκι του Giglio. Ένα όμορφο μικρό νησί, που προσπαθούσε να επιβιώσει εκμεταλλευόμενο τον καλοκαιρινό τουρισμό. Το καράβι αναχωρούσε κάθε μια ώρα.
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα δρομολόγια έχουν διπλασιαστεί και στην πλατεία του λιμανιού κυκλοφορεί συνεχώς το διαφημιστικό φορτηγάκι που διαφημίζει τις προσφορές.
Η ώρα δώδεκα το εισιτήριο είναι μισό και τα παιδιά, κάτω των οκτώ χρόνων ταξιδεύουν δωρεάν. Είναι ο ανταγωνισμός βλέπεις. Η δεύτερη εταιρία που μπήκε στο παιχνίδι προσφέρει με το εισιτήριο, δωρεάν αναψυκτικό “εν πλω”. Στο μεταξύ, για το νησί του Giglio ξεκινούν και άλλες δεκάδες ταχύπλοα και φουσκωτά. Ακόμα, για τους πιο εύπορους, ολόκληρα ιστιοφόρα ναυλώνονται για την ημέρα με προορισμό το νησί. Όποιος είχε ένα πλεούμενο, το έριξε στο νερό και τους καλοκαιρινούς μήνες κάνει τη διαδρομή από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Στο καράβι το ταξίδι συνηθισμένο. Διαρκεί περίπου 30 λεπτά, και μέχρι τα μισά, απολαμβάνεις τη θάλασσα και το τοπίο καθώς απομακρύνεσαι από το monte argentario. Ξαφνικά ο κόσμος αρχίζει να μετακινείται στα δεξιά. Ανοίγουν τα τζάμια και παίρνουν θέση. Οι κουβέντες σιγά-σιγά σταματούν. Στο βάθος φάνηκε το Giglio. Δεξιά, στους πρόποδες του νησιού, εκεί που ο βράχος βυθίζεται στη θάλασσα, ασπρίζει ενα τεράστιο κήτος. Το μετρώ με το μάτι. Είναι σχεδόν το ένα τέταρτο του νησιού. Είναι τεράστιο. Όμως ακόμα είμαστε μακριά. Το καράβι πλησιάζει γρήγορα και ο κόσμο όλο και συσσωρεύεται στη μια πλευρά. Αρχίζουν οι πρώτες συζητήσεις και οι αναπαραστάσεις. Ο καθένας διηγείται τη δική του εκδοχή, και όσο πλησιάζουμε αρχίζουν και οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Στην κάτω δεξιά μεριά, διακρύνεται το κτύπημα. Μια μεγάλη τενεκεδένια τρύπα που άνετα θα χωρούσε μέσα της το καράβι που μας μεταφέρει. Πλησιάζει αρκετά για να καταλάβεις το μέγεθος του πλοίου και το μέγεθος της καταστροφής. Τα πλοία με τους εργάτες και τους γερανούς που περιτριγυρίζουν το Concordia , φαίνονται λιλιπούτεια μπροστά του. Γερμένο στη μια πλευρά μοιάζει με κουφάρι γίγαντα στα βράχια. Περνούμε τώρα απο πολύ κοντά. Το καράβι μας πάει να δέσει, όμως όλοι κοιτάζουν με ανοιχτό το στόμα τα παράθυρα των καμπίνων, τα καναπεδάκια στα καταστρώματα, τις πινακίδες με τις πληροφορίες στις βιτρίνες και τις στραβές κουρτίνες της γέφυρας. Μετρώ απο κάτω. 1,2,3…7 καταστρώματα. Κι απο την άλλη μεριά, άλλα τόσα που δεν βλέπω, κάτω απο τη θάλασσα.
Ο θάνατος σου η ζωή μου , λέω απο μέσα μου καθώς γυρνώ το κεφάλι πρώτη φορά προς το νησί. Ένα νησί που ζεί και ευημερεί , ακόμα και σε περίοδο κρίσης, χάρη στο μοιραίο ναυάγιο του concordia. Στα εστιατόρια, όλες οι καρέκλες είναι γυρισμένες προς το ναυάγιο, ενώ τα πιο πίσω τραπέζια μένουν άδεια. Όποιος έτυχε να έχει τον καλύτερο προσανατολισμό, έχει και τον περισσότερο κόσμο. Άσχετο με το τί πουλά. Καφέ, παγωταρία, εστιατόριο ή μπυραρία. Φτάνει που προσφέρει απρόσκοπτη θέα στον ομαδικό τάφο του Concordia. Περπατώ στο στενό παραλιακό δρομάκι. Σε κάθε στροφή οι τουρίστες κάνουν ουρά περιμένοντας να φωτογραφηθούν με φόντο το ναυάγιο. Οι πρώτες μικρές γραφικές παραλίες. Ξαπλώστρες και ομπρέλες παντού. Παιδιά με σωσίβια και κουβαδάκια παίζουν στην άμμο. Χαμογελούν και φωνάζουν τρέχοντας. Μετά βουτούν στο νερό και κολυμπούν χαρούμενα μέχρι την ειδική πλωτή περίφραξη που χωρίζει τους λουόμενους απο το ναυαγισμένο πλοίο. Κάθομαι και παραγγέλνω μια μπύρα. Οι γιοί μου βρίσκονται ήδη στην παραλία και τρέχουν γελώντας προς τη θάλασσα. Προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται.
Τίποτα περισσότερο απο αυτό που λέγεται ζωή. Όπως τρώμε το φαγητό μας βλέποντας καθημερινά θανάτους στις ειδήσεις. Όπως βρισκόμαστε με φίλους για ένα ποτό , μετά απο μια κηδεία. Έτσι κι εδώ. Μικρά παιδιά και κυρίες απολαμβάνουν τον ήλιο με φόντο μια τραγωδία. Εγώ πίνω τη μπύρα μου και παρακολουθώ περίεργα τους τεράστιους τηλεφακούς των φωτογράφων. Μετά κοιτάζω την άδεια πισίνα στο κατάστρωμα, που μοιάζει τώρα περισσότερο με τάφο. Μα είναι τόσο κοντά, σκέφτομαι. Πώς δεν κατάφεραν να κολυμπήσουν; Ξεχνώ πως τότε ήταν χειμώνας , ήταν νύχτα και κρύο. Τώρα είναι καλοκαίρι, και η ζωή είναι όμορφη. Κι εμείς γεννηθήκαμε για να ξεχνάμε. Μόνο έτσι μπορούν να χωρέσουν σε μια μικρή παραλία, ο θάνατος και η ζωή μαζί.
