Δεν χρειάζεται να δηλώσω θρήσκος, χριστιανός ή άθεος.
Ούτε να δώσω όνομα σ’αυτό που κάνω.
Βρίσκω μια άδεια θέση και κάθομαι.
Φιλτράρω με δυσκολία τις φωνές και τις άσχετες κουβέντες του κόσμου που πήγε εκκλησία από συνήθεια. Προσπαθώ να φτάσω με όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες στις ψαλμωδίες και στα λόγια του ιερέα που έρχονται από το βάθος.
Σκόρπιες φράσεις ηχούν τελετουργικά στο μυαλό μου. Τις αναγνωρίζω από παιδί. Έρχονται και μαζί τους φέρνουν εικόνες και μυρωδιές. Καλοσιδερωμένα επίσημα ρούχα, οι τουαλέτες της μαμάς, το καλό κοστούμι του μπαμπά, τα ολοκαίνουργια παπούτσια της αδερφής μου αστράφτουν στο σκοτάδι.
Λιβάνι και βαριά μυρωδικά. Μουρμουρητά παράφωνων ψαλτάδων που στα παιδικά μου αυτιά ακούγονταν σαν ξόρκια σαμάνων.
Κοιτάζω τα κεριά που καίνε υπομονετικά.
Κοιτάζω τα πρόσωπα των αγίων στα μάτια και ψάχνω πίσω τους.
Δοκιμάζω τον εαυτό μου.
Βρίσκω ένα-ένα τα ελαττώματα μου και τα ονομάζω.
Τα επαναλαμβάνω.
Προσπαθώ να θυμηθώ ανθρώπους που με πόνεσαν και με λύπησαν, και ψάχνω μέσα στο μερίδιο της κακίας που τους χρέωσα, όλα τους τα προτερήματα και τις αρετές.
Στέκομαι στο κέντρο του εαυτού μου και φωνάζω την αγάπη με όση δύναμη έχω.
Μάταια περιμένω την ηχώ μου να επιστρέψει ως απάντηση.
Ανιδιοτελής , αχρέωτη αγάπη.
Αληθινή σαν τη φλογίτσα των κεριών που τρεμοπαίζει.
Σαν “..κύμβαλα αλαλάζοντα..” θα περάσουμε κι αυτό το Πάσχα.