Περπατώ σε μεγάλους μακρινούς διαδρόμους. Δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο θα μπορούσα να συγκρίνω αυτό το κτήριο παρά μόνο με σκηνικό κλασσικής επικής ταινίας. Τα πάντα φαίνονται γυαλιστερά, καθαρά, προσεγμένα. Πολυτελείς διάδρομοι χιλιοπερπατημένοι στο χρόνο από λογής-λογής ανθρώπους που κάποτε περιπλανήθηκαν κι αυτοί απελπισμένα, όπως κι εγώ, πάνω στα ακριβά μάρμαρα, δίπλα από δωρικές κολώνες και μεγαλοπρεπείς τοιχογραφίες.
Αυτός ο χώρος κάποτε προσπάθησε να μιμηθεί μια άλλη εποχή, όσο καλύτερα μπορούσε, και τα κατάφερε. Αναπνέω με άνεση τον αέρα που κατοικεί εδώ μέσα, και ακούω με προσοχή τις ιστορίες που έχει να μου πει. Ένας αέρας όλο ανάσες παλιές, σαν από χρόνια κλεισμένες στις υγρές σελίδες των βιβλίων που μουχλιάζουν αθόρυβα. Κάθε τόσο φτάνει από κάποιο δωμάτιο ένας ήχος μεταλλόφωνου. Μοιάζει με πρόβα μαθητή που προσπαθεί να μάθει το κομμάτι του. Κάποια στιγμή η μελωδία χαλάει, ο ρυθμός μπερδεύεται και σταματάει απότομα. Μικρή παύση στους κυκλώπειους διαδρόμους που γυρίζω και πάλι έτσι απότομα ξαναρχίζει. Είναι φορές που ακούω τη μελωδία κοντά μου, σαν να μας χωρίζει μόνο ένας τοίχος, παρόλο που δεν συνάντησα ποτέ μου καμία πόρτα, και άλλοτε χάνεται ξαφνικά στον ορίζοντα λες και με ένα μου βήμα απομακρύνθηκα με μιας, εκατοντάδες μέτρα από εκεί που βρισκόμουν. Παρόλα αυτά νοιώθω καλά. Περπατώ με άνεση χωρίς να κουράζομαι. Δεν έχω ανάγκη από τίποτα και δεν μου λείπει κανείς. Ένας αυτάρκης, ικανοποιημένος εγωιστής, που δεν θα μπορέσει ποτέ του να ανακαλύψει από πού έρχεται αυτή η μελωδία. Προχωρώ προς τον ανύπαρκτο ορίζοντα με μια αδικαιολόγητη σιγουριά που κατά βάθος προδίδει τους φόβους μου. Είναι η τραγική μοίρα εκείνου που έπαψε να ψάχνει και έμεινε απλά να υπάρχει περιμένοντας από συνήθεια κάτι που δεν θα’ ρθει ποτέ.