Όσα πάρκα και να φτιάξουν, μερικές πόλεις, θα παραμείνουν πάντα τραγικές. Μια απ’αυτές είναι και η Λευκωσία.
Κρυμμένη, ξεχασμένη στις γωνιές της τάφρου , βρίσκεται για αιώνες τώρα εκείνη η φρουρά του τοίχους που ποτέ δεν ξεκίνησε την περίπολο της. Για κάποιο λόγο, την τελευταία στιγμή , οι στρατιώτες καθηλώθηκαν. Οι αξιωματικοί έφυγαν. Και έμειναν παραταγμένοι να περιμένουν το επόμενο παράγγελμα. Πιστοί στους όρκους τους. Προσηλωμένοι στα ιδανικά τους.Με τα κοντάρια να κοιτούν απελπισμένα τον ουρανό, σαν τους στρατιώτες του Paolo Uccello πριν από τη μάχη του San Romano. Και η πόλη μεγάλωσε. Εκσυγχρονίστηκε.Επεκτάθηκε. Τα τείχη του Guilio Savorgnano έμειναν εκεί. Το ίδιο και οι στρατιώτες της περιπόλου που δεν ξεκίνησε ποτέ.
Και έμειναν τα περάσματα αφρούρητα. Οι προμαχώνες δεν επανδρώθηκαν ποτέ. Και οι πόρτες ήταν ανοιχτές από μέσα. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται συνέχεια. Κάθε φορά με άλλο πρόσχημα. Κάθε φορά με άλλη δικαιολογία. Κι προδομένη πόλη πάντα πέφτει. Γιατί; Για ένα αδειανό πουκάμισο. Πολλά πουκάμισα κρεμασμένα στα κοντάρια της ακίνητης φρουράς. Κάθε ένα μια πληγή στο σώμα της αφρούρητης πόλης. Κάθε πουκάμισο και μια αφύλακτη στοά στα τείχη της.
«Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.»