Παφίτικο τυρί
Το Παφίτικο τυρί παρασκευάζεται την περίοδο του Πάσχα στην επαρχία Πάφου από πρόβειο ή αιγινό γάλα ή μίγμα αυτών. Έχει σκληρή και κιτρινωπή εξωτερική υφή με τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις του “ταλαριού” μέσα στο οποίο ψήνεται.
Ιστορία: “Τυριά πολλά εξαίρετα των χωριών Ακανθούς και Κεφαλών και τινών χωρίων της Πάφου” (Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, 1788). Από τα παλαιότερα χρόνια μέχρι σήμερα, το Παφίτικο τυρί παράγεται κυρίως την περίοδο ΦεβρουαρίουΑπριλίου οπότε υπάρχει αφθονία γάλακτος. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τηνπαραγωγή των πασχαλινών Φλαούνων .
Μέθοδος παραγωγής: Το γάλα ζεσταίνεται και προστίθεται η πυτιά. Αφού το γάλα πήξει, το τυρόπηγμα τεμαχίζεται και ανακατεύεται για 5-10 λεπτά. Στη συνέχεια, το τυρόπηγμα αναθερμαίνεται σταδιακά με ανάδευση για 30 – 45 λεπτά, μεταφέρεται σε “ταλάρια” από σκληνίτζι (πλέγμα κατασκευασμένο από ελώδεις θάμνους) και πιέζεται με το χέρι μέχρι να γεμίσει το ταλάρι. Το τυρί αναστρέφεται 1-2 φορές για να στραγγίσει. Όταν στραγγίσει αρκετά, τα ταλάρια τοποθετούνται στο καζάνι με το ζεστό νορό για 30 λεπτά για να ψηθεί το τυρί. Τα ταλάρια αφαιρούνται από το νορό, το τυρί αναστρέφεται 1-2 φορές και αλατίζεται με χονδρόκοκκο αλάτι. Στη συνέχεια, το τυρί αφαιρείται από τα ταλάρια και συνεχίζεται η διαδικασία ωρίμανσής του για 4-5 μέρες σε ξηραντήριο.
Γαστρονομία: Καταναλώνεται με ψωμί αλλά κυρίως χρησιμοποιείται στην παρασκευή των πασχαλινών Φλαούνων (ως εκ τούτου, κάποτε ονομάζεται τυρί Φλαούνας).
Λουκούμι Γεροσκήπου
(“Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη”)
Τα λουκούμια είναι προϊόντα ζαχαροπλαστικής με βασικό συστατικό τη ζάχαρη. Η ονομασία “Λουκούμι Γεροσκήπου” είναι η πρώτη κυπριακή ονομασία που έχει κατοχυρωθεί ως Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λουκούμια παράγονται επίσης στα Λεύκαρα (Λουκούμια Λευκάρων) και στο Φοινί (Λουκούμια Φοινιού).
Ιστορία: Το Λουκούμι Γεροσκήπου συναντάται από τον 19ο αιώνα, και συγκεκριμένα από το 1895, όταν ο Σοφοκλής Αθανασίου ξεκίνησε την παρασκευή του. Η αρχική συνταγή και τεχνογνωσία παρασκευής του προϊόντος έχουν μεταφερθεί από γενιά σε γενιά και εφαρμόζονται μέχρι σήμερα αυτούσιες στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Το Λουκούμι Λευκάρων και το Λουκούμι Φοινιού έχουν και αυτά το καθένα τη δική του ιστορία αφού η παρασκευή τους επίσης άρχισε από τα πολύ παλιά χρόνια.
Μέθοδος παραγωγής: Τα Λουκούμια των διαφόρων περιοχών διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, ειδικά στη γεύση, υφή και εμφάνιση. Αυτό οφείλεται κυρίως στη διαδικασία παραγωγής, η οποία σε κάποια σημεία διαφέρει (π.χ. συνθήκες βρασμού του μίγματος). Σε γενικές γραμμές, σε βραστό νερό προστίθενται τα υλικά (ζάχαρη, κιτρικό οξύ, άμυλο) και μετά από βρασμό υπό ανάδευση, προστίθεται άρωμα ή/και αμύγδαλα. Αναλόγως της επιθυμητής γεύσης, δυνατό να προστεθεί χρωστική. Το παχύρευστο μίγμα που δημιουργείται χύνεται σταδιακά σε τελάρα / καλούπια. Αφού πάρει την τελική του μορφή και κρυώσει, τεμαχίζεται σε μικρά κομμάτια τα οποία συσκευάζονται πασπαλισμένα συνήθως με ζάχαρη άχνη.
Γαστρονομία: Καταναλώνεται ως γλυκό.
Κυπριακό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο
Το Κυπριακό ελαιόλαδο είναι εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο που παράγεται από την επεξεργασία των καρπών της ντόπιας Κυπριακής ποικιλίας. Οι κύριες ελαιοπαραγωγικές περιοχές συναντώνται διάσπαρτα σε ολόκληρη την Κύπρο σε υψόμετρο μέχρι 700 μέτρα περίπου.
Ιστορία: Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως κουκούτσια ελιάς σε οικισμούς της Νεολιθικής Εποχής και απομεινάρια αρχαίου πέτρινου ελαιοτριβείου που ανήκουν στην ύστερη εποχή του χαλκού και την Ελληνιστική περίοδο. Αναρίθμητες είναι οι ενδείξεις εξαγωγών του Κυπριακού ελαιολάδου από την αρχαιότητα. Το ελιόδεντρο και τα προϊόντα του είχαν πολλές χρήσεις στα κυπριακά νοικοκυριά ως μέρος της διατροφής, στις θρησκευτικές τελετουργίες, κ.λπ. Το γεγονός ότι η λέξη “Ελιά” εμφανίζεται ως τοπωνύμιο σε πολλές περιοχές, αποδεικνύει τη σημασία της ελιάς για το νησί.
Μέθοδος παραγωγής: Η συγκομιδή του ελαιοκάρπου γίνεται είτε με το χέρι είτε μηχανικά. Η καλύτερη εποχή συγκομιδής είναι όταν οι ελιές έχουν μαυρίσει κατά τα 2/3. Ο καρπός, μετά τη συγκομιδή, μεταφέρεται εντός 1 ή 2 ημερών με ρηχά πλαστικά δοχεία στα ελαιοτριβεία όπου γίνεται η επεξεργασία. Το Κυπριακό ελαιόλαδο καταναλώνεται συνήθως 3 μήνες μετά την παραγωγή του. Όταν αποθηκεύεται σε ιδανικές συνθήκες έχει διάρκεια ζωής τουλάχιστον 12-18 μηνών.
Γαστρονομία: Χρησιμοποιείται σε ορεκτικά, στις σαλάτες, ως άλειμμα σε ψωμί, για μαρινάρισμα κρέατος και τηγάνισμα, καθώς και σε διάφορα φαγητά και γλυκά.