Ροδόσταγμα Αγρού
Το ροδόσταγμα Αγρού είναι απόσταγμα ολόκληρου του άνθους της Ροδής της Δαμασκηνής (Rosa Damascena).
Ιστορία: Η παραγωγή ροδοστάγματος γινόταν από παλιά κυρίως στα ορεινά χωριά του Τροόδους, με πιο φημισμένα τα χωριά Μηλικούρι και Αγρός. Το ροδόσταγμα πωλείτο στα πανηγύρια και συνήθως γινόταν ανταλλαγή του με προϊόντα των οποίων η καλλιέργεια δεν απέδιδε στις ορεινές περιοχές.
Μέθοδος παραγωγής: Τα τριαντάφυλλα μαζεύονται τις πολύ πρωινές ώρες και τα πέταλά τους τοποθετούνται κατ’ ευθείαν στον αποστακτήρα. Οι παραγόμενοι υδρατμοί περνούν από ελικοειδή ψυκτικό σωλήνα, υγροποιούνται και συλλέγονται. Το ροδόσταγμα αποθηκεύεται σε γυάλινα δοχεία σκούρου χρώματος σε σκοτεινό και δροσερό μέρος.
Γαστρονομία: Το ροδόσταγμα χρησιμοποιείται ευρύτατα στο σιρόπι διαφόρων ειδών ζαχαροπλαστικής (π.χ. μπακλαβάδες, δάκτυλα, κ.ά.) και σε άλλα γλυκά όπως μαχαλλεπί, ρυζόγαλο, κ.λπ. Χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή Σουτζιούκκου, Ππαλουζέ και Κκιοφτερκών
Πέστροφα Τροόδους
Η Πέστροφα Τροόδους είναι ψάρι (Oncorhynchus mykiss) γλυκού νερού και εκτρέφεται σε ιχθυοτροφεία που λειτουργούν στην οροσειρά Τροόδους. Ιστορία: Σε πολλές κοινότητες του Τροόδους, από το 1960, εξαιτίας του άγονου κάποιων περιοχών προς γεωργική εκμετάλλευση, πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να εκμεταλλευτούν την ύπαρξη των ποταμών και των φραγμάτων της περιοχής. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της εκτροφής της πέστροφας. Από το 1971, κοινότητες όπως η Κακοπετριά, οι Πλάτρες και το Φοινί, έγιναν τουριστικός προορισμός ντόπιων και ξένων για κατανάλωση / αγορά της πέστροφας.
Μέθοδος εκτροφής: Η εκτροφή της πέστροφας γίνεται σε δεξαμενές με νερό πηγών και ρυακιών της περιοχής Τροόδους. Η εκτροφή ανάλογα με τις επικρατούσες κλιματολογικές συνθήκες (ιδιαίτερα τη θερμοκρασία και βροχόπτωση) γίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Γαστρονομία: Η πέστροφα του Τροόδους καταναλώνεται ψημένη στα κάρβουνα, στη σχάρα και στο φούρνο. Τελευταία, χρησιμοποιείται ως κύριο συστατικό σε διάφορες συνταγές μαγειρικής.
Μανταρίνια Αρακαπά
Τα Μανταρίνια Αρακαπά καλλιεργούνται κυρίως στην περιοχή του χωριού Αρακαπάς της επαρχίας Λεμεσού και παράγονται από την ομώνυμη ποικιλία του είδους Citrus reticulata Blanco. Η μανταρινιά αυτή είναι γνωστή και ως “κυπριακή” ή “ντόπια” και είναι φημισμένη για τα φρούτα της που φέρουν όμως μεγάλο αριθμό σπερμάτων. Ο μέτριου μεγέθους καρπός έχει χρώμα κιτρινοπορτοκαλί κατά την ωρίμανση. Ο φλοιός του είναι λείος και λεπτός και αποσπάται εύκολα (Θ. Καπαρή-Ησαΐα, 2006).
Ιστορία: Η μανταρινιά Αρακαπά εισήχθηκε στην Κύπρο το 1870 (Παυλίδης, 1986). Σύμφωνα με τον Π. Γεννάδιο (1959), ο πρώτος που εισήγαγε τη μανταρινιά στην Κύπρο ονομαζόταν Γιουσούφ Eφέντης και έτσι τα παλαιότερα χρόνια η μανταρινιά αυτή ήταν γνωστή με το όνομά του.
Μέθοδος παραγωγής: Τα μανταρίνια Αρακαπά ωριμάζουν την περίοδο Δεκεμβρίου-Μαρτίου. Η συγκεκριμένη ποικιλία έχει προσαρμοστεί άριστα στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της ημιορεινής περιοχής των χωριών πέριξ του Αρακαπά. Το φύλλωμα του δέντρου έχει μεγάλη ανθεκτικότητα στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Χαρακτηριστικό της ποικιλίας είναι ότι παρουσιάζει σε έντονη μορφή το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, δηλ. τη μια χρονιά παρατηρείται υπερπαραγωγή και την επόμενη πολύ μειωμένη παραγωγή. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, και κατ’ επέκταση την αύξηση του μεγέθους του καρπού, συστήνεται αυστηρό κλάδεμα και αραίωμα των καρπών τη χρονιά με υπερπαραγωγή.
Γαστρονομία: Καταναλώνονται φρέσκα και επίσης χρησιμοποιούνται για φρέσκους χυμούς, μανταρινάδες,λικέρ, κ.ά.
Κυπριακή πατάτα κοκκινογής
Η κυπριακή πατάτα φημίζεται για την υπέροχη γεύση και τη σφικτή της υφή. Διακρίνεται εύκολα από το κοκκινωπό της χρώμα που αποκτάται από το εύφορο κόκκινο χώμα των Κοκκινοχωριών όπου κυρίως καλλιεργείται. Καλλιεργείται επίσης στην περιοχή δυτικά της Λευκωσίας (Ακάκι, Περιστερώνα και Αστρομερίτης). Οι κύριες καλλιεργήσιμες ποικιλίες είναι η Spunta, Marfona, Cara, Nicola, Sieglinde, Diamant, Timate, Liseta, Charlotte, Ditta, Filea, Superstar, κ.ά.
Ιστορία: Η ακριβής περίοδος και οι συνθήκες εισαγωγής της πατάτας στην Κύπρο δεν είναι τεκμηριωμένες. Οι πατάτες ήταν σημαντικό καλλιεργούμενο είδος διατροφής στο νησί προτού η Κύπρος γίνει αγγλική αποικία το 1878. Η πρώτη αναφερόμενη εισαγωγή σπόρων πατάτας είναι το 1909. Μέχρι την Ανεξαρτησία το 1960, το νησί εξήγαγε πατάτες κυρίως στη Μ. Βρετανία και Δυτική Ευρώπη.
Μέθοδος παραγωγής: Οι πατάτες καλλιεργούνται σε δυο κύριες καλλιεργητικές περιόδους. Για την ανοιξιάτικη καλλιέργεια, η φύτευση γίνεται το Νοέμβριο/Φεβρουάριο και η συγκομιδή τον Απρίλιο/Ιούνιο. Για αυτή την καλλιέργεια, ο πατατόσπορος συνήθως εισάγεται και είναι πιστοποιημένος. Ένα μέρος της ανοιξιάτικης καλλιέργειας διατηρείται ως σπόρος για τη φθινοπωρινή καλλιέργεια, η φύτευση της οποίας γίνεται τον Αύγουστο/Οκτώβριο και η συγκομιδή το Νοέμβριο/Δεκέμβριο. Τόσο η ανοιξιάτικη όσο και η χειμερινή καλλιέργεια αρδεύονται. Μετά την εκρίζωση, οι κόνδυλοι συλλέγονται με το χέρι ή με ειδικές μηχανές και η συσκευασία των πατατών γίνεται στο χωράφι για να εξασφαλίζεται η φρεσκάδα τους. Συνήθως, γίνεται αμειψισπορά με σιτηρά του χειμώνα.
Γαστρονομία: Μπορεί να μαγειρευτεί με πολλούς τρόπους όπως οφτή στο φούρνο, ψητή, βραστή, τηγανιτή, γεμιστή, πουρέ, κ.λπ. Χρησιμοποιείται επίσης ως συστατικό σε διάφορα άλλα φαγητά.