Αποκοιμηθήκαμε και πάλι έτσι απλά και ήσυχα όπως μόνο εμείς ξέρουμε. Τίποτα τελικά δεν μπορεί να διαταράξει τη δική μας αποχαύνωση. Την προσέχουμε σαν κόρη οφθαλμού. Από γενιά σε γενιά η αξία αυτήτης άβουλης απάθειας έγινε κομμάτι του γενετικού μας κώδικα και κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας.
Κι όμως, το πρόσφατο παρελθόν μας, είναι γεμάτο αναταράξεις. Πραξικοπήματα, πόλεμοι, σκοτωμοί, αγνοούμενοι, πρόσφυγες. Τους δείχνουμε τώρα το Πάσχα να τσουγκρίζουν αυγά στις αυλές των συνοικισμών και να κάνουν μπροστά στις κάμερες, ευχές επιστροφής στις “πατρογονικές μας εστίες”. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή της σύγχρονης κοινωνικής μας κατρακύλας. Μικρές και μεγάλες συμφορές μας συνοδεύουν από τότε συνέχεια. Η μισή μας πατρίδα ξεπουλιέται χρόνο με το χρόνο κι εμείς χαλαρά, λες και δεν τρέχει τίποτα. Με τον καιρό το περιβόητο “δεν ξεχνώ” έγινε “ξεχνώ και είμαι και περήφανος γι’αυτό”. Τουρίστες στα χωριά μας, πελάτες στις λεηλατημένες επιχειρήσεις μας και οι πιο πιστοί εξαγωγείς εγχώριου συναλλάγματος στα καζίνο του εισβολέα βιαστή μας. Φτηνά καύσιμα στα κατεχόμενα, που ξαφνικά έγιναν “Βορράς”, φτηνό ψάρι, φτηνά ψώνια, και για να αποκοιμίζουμε τη συνείδηση που κάθε τόσο ξυπνά, μάθαμε να λέμε το γνωστό ποιηματάκι “εν καλά πλάσματα! ”. Λες και δεν τρέχει τίποτα!
Η παθολογική μας αγάπη για το εύκολο χρήμα, σε συνδυασμό με την αιώνια ψευδαίσθηση μας “οι άλλοι είναι βλάκες κι εμείς οι έξυπνοι” κατασκευάσαμε το τεράστιο αερόστατο του χρηματιστηρίου. Μπήκαμε όλοι μέσα στο καλάθι, κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε ψηλά. Συμπαίζοντες και συντραγουδόντες, μεθυσμένοι απο την ευτυχία του εύκολου χρήματος, με ένα κινητό στο χέρι νυχθημερόν, πουλούσαμε και αγοράζαμε μετοχές. Κατα βάθος πουλούσαμε και αγοράζαμε χρόνο μέχρι τη στιγμή της τελικής ελεύθερης πτώσης. Κι όταν ξαφνικά το αερόστατο ξεφούσκωσε, και ολόκληρη η κοινωνία σωριάστηκε στο έδαφος χρεοκοπημένη, εμείς αρχίσαμε να ψάχνουμε ενόχους. Επιτροπές, ανακρίσεις, διαδηλώσεις, δηλώσεις και υποσχέσεις. Και μετά. ΤΙΠΟΤΑ. Όσοι έφαγαν ήταν οι έξυπνοι, όσοι ΤΗΝ έφαγαν ήταν οι βλάκες. Στο χρόνο πάνω όλα ξεχάστηκαν. Λες και δεν τρέχει τίποτα!
Γυρίσαμε ξανά στον καναπέ, στην καθημερινότητα, στον επιδεικτικό καταναλωτισμό του επαρχιωτισμού μας και στη γνωστή Κυπριακή αδιαφορία μας. Απο τότε, αεροπλάνα έπεσαν απο ανθρώπινο λάθος, άνθρωποι σκοτώθηκαν, τίποτα. Ναυτικές βάσεις και ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί ανατινάχτηκαν στον αέρα στην μεγαλύτερη συμβατική έκρηξη που έγινε ποτέ στον κόσμο εν καιρώ ειρήνης. Πάλι θύματα, πάλι τεράστιες υλικές ζημιές, τίποτα. Οροφές κρατικών θεάτρων έπεσαν, μίζες εκατομμυρίων αποκαλύφθηκαν, ρουσφέτια και κουμπαροκρατίες συναγωνίζονταν το ένα το άλλο. Αεροπορικές εταιρίες πτώχευαν λίγους μήνες μετά που έπαιρναν εκατομμύρια ευρώ βοήθεια για να επιβιώσουν. Τίποτα. Τα ακίνητα τριπλασίαζαν τις τιμές τους μέσα σε δύο χρόνια, οι οικιστικές ζώνες δεκαπλασιάζονταν παράλογα και γρήγορα. Κι εμείς….τίποτα..
Πίσω απ’όλα αυτά, πληρώναμε βαρύ τίμημα για να κρύβουμε τη βρώμα από το πτώμα του τραπεζικού μας συστήματος. Δισεκατομμύρια ευρώ ριγμένα απο τους σοφούς οικονομικο-πολιτικούς μας άρχοντες, στο τρύπιο σακί της οικονομίας μας. Δισεκατομμύρια αγορές μετοχών-σκουπιδιών για να παίρνουν οι διοικητές και οι διευθυντές μίζες και εφάπαξ εκατομμυρίων. Φτηνές πολιτικές δικαιολογίες, εγκληματικές αμέλειες και εμπαιγμός της κοινής γνώμης. Τα υπόλοιπα είναι ακόμα νωπά. Κούρεμα-πτώχευση τραπεζών-μνημόνιο-τρόικα- υποταγή-υποδούλωση-εξευτελισμός και ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ. Ψάξαμε υπαίτιους. Φωτογραφίσαμε υπόπτους. Απαιτήσαμε παραδειγματική τιμωρία. Ζητήσαμε τις ΛΙΣΤΕΣ των ΛΗΣΤΩΝ! Και μετά; Μετά ….τίποτα. Λες και δεν τρέχει τίποτα.
Στη διάρκεια ενός τέτοιου τίποτα θα τελειώσουμε μια μέρα. Σαν λαός, σαν κράτος. Κανένας δεν θα μας καταλάβει. Κανένας δεν θα εισβάλει πιά στον τόπο μας. Απλά απο την αδιαφορία και τη βαρεμάρα μας, θα αφήσουμε μια μέρα ότι κρατούμε, έστω κι εκείνα τα ελάχιστα που μας έχουν απομείνει, και θα χαθούμε. Δεν θα ξεπουλήσουμε τίποτα. Θα χαρίσουμε τα ΠΑΝΤΑ. Έτσι αδιάφορα, οκνηρά και παθητικά. Όπως ζήσαμε. Θα σβήσουμε απο τον χάρτη της γής και της ιστορίας. Θα μας θυμούνται μόνο ως ένα βαριεστημένο, αδιάφορο και οκνηρό λαό. Ανίκανο να μαθαίνει και να προβλέπει. Ανήμπορο να βάλει οποιαδήποτε άλλη αξία πιο ψηλά από το προσωπικό κέρδος και την προσωπική ευτυχία. Ένα λαό ηττοπαθή, ρίψασπη, υποδουλωμένο στα συμφέροντα και στην αρρωστημένη ιστορική αμνησία του. Λες και δεν τρέχει τίποτα!