Από τότε που τα όρια του χώρου άρχισαν να εκλείπουν, ξεχάσαμε και πώς να πεθαίνουμε. Όταν οι κοινωνίες ζούσαν σε φυσικούς και νοητούς χώρους με ξεκάθαρα όρια, οι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι με το δρασκέλισμα του κατωφλιού. Μια πράξη που πολλές φορές δεν είχε επιστροφή και που η απόφασή της παιρνόταν συνειδητά όταν έφτανε η καθοριστική στιγμή. Κάποτε οι άνθρωποι περνούσαν τελεσίδικα το κατώφλι του σπιτιού των γονιών τους και “έβγαιναν” στον κόσμο.
Γινόντουσαν σε μια στιγμή, από έφηβοι ενήλικες. Άλλαζαν μια για πάντα δουλειά, χώρα, ζωή. Οι άνθρωποι ήξεραν πού σταματά ο άνθρωπος και πού αρχίζει ο Θεός. Πού σταματούν οι απαντήσεις και πού αρχίζει το ανεξήγητο. Κάθε απόφαση είχε το βάρος που της έδινε εκείνη η αίσθηση της “μη επιστροφής”. Η ζωή ολόκληρη έμοιαζε με μια σειρά από αλλεπάλληλα περάσματα από τον ένα χώρο στον άλλο ώσπου ο χρόνος σε έφερνε τελικά στο μεγαλύτερο κατώφλι της διαδρομής. Το μεγαλύτερο δρασκέλισμα που το ονομάσαμε θάνατο. Αυτό που ο Γιάννης Κουνέλλης ονόμασε “…μια στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον..”. Ο καλλιτέχνης του περιγράμματος και των κατωφλιών δεν θα μπορούσε να το περιγράψει καλύτερα. Εξάλλου η Τέχνη, η Θρησκεία και η Φιλοσοφία, είχαν ανέκαθεν αναλάβει την ευθύνη να εξηγήσουν αυτό το πέρασμα στον άλλο χώρο. Δυστυχώς οι σημερινές επιστημονικές κοινωνίες της πρακτικής και της εκλογίκευσης δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στο σύγχρονο άνθρωπο να παρασυρθεί από τέτοια παραμύθια. Οι χώροι μας δεν έχουν όρια, δεν έχουν σύνορα. Χαμένοι στη ψευδαίσθηση της παγκοσμιοποίησης ζούμε στη χώρα του παγκόσμιου πολίτη. Που δεν έχει έθνος, φυλή, κράτος και θρησκεία. Σιγοβράζουμε στο ζουμί της πολιτικής ορθότητας που στο όνομα της διαγράψαμε όλα τα παράγωγα του ορίζω. Κανένας δεν ξεχωρίζει και τίποτα δεν μας καθορίζει. Γίναμε όλοι ουδέτερα ανδροειδή. Δεν υπάρχουν κατώφλια να δρασκελίσουμε στο χώρο που ζούμε. Τουλάχιστον όχι αμετάκλητα και χωρίς επιστροφή.
Κάπως έτσι ξεχάσαμε πώς να πεθαίνουμε. Ξεχάσαμε πώς να ζούμε το θάνατο των ανθρώπων που βρίσκονται δίπλα μας. Δεν ξέρουμε τι να απαντήσουμε στα παιδιά μας όταν μας ρωτούν επειδή εμείς απλά μάθαμε να μην ρωτάμε γιατί ξέρουμε πως λογική απάντηση δεν υπάρχει. Ο χρόνος μας οδηγεί όμως όλους στο τελευταίο κατώφλι της διαδρομής μας. Νοιώθουμε αλήθεια τόσο άβολα ξέροντας πως εκείνη τη στιγμή θα σηκώσουμε αναγκαστικά το πόδι και θα πατήσουμε στην άλλη μεριά. Νοιώθουμε όμως ακόμα πιο άβολα που δεν μπορούμε να φωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη “Δεν ξέρω πώς να πεθάνω!!!”
