Πέρασαν ήδη 10 μέρες από την παρουσίαση των φωτογραφιών του Μενέλαου Πίττα στη Φωτοδό και όμως οι διάφορες εκκρεμότητες αυτής της περιόδου δεν ήταν αρκετές για να σβήσουν από το μυαλό μου εκείνα τα 2-3 πράγματα που από εκείνο το βράδυ σκέφτομαι συνέχεια. Είναι κάποιες πτυχές του έργου του Μελή που για κάποιο λόγο περνούν απαρατήρητες, ασχολίαστες εννοώ, είτε από τον ίδιο είτε από τον κόσμο που βλέπει τις φωτογραφίες του.
Βλέποντας το Μελή να μιλάει για το περιεχόμενο των φωτογραφιών του, θα τον ακούσουμε συχνά να λέει ότι φωτογραφίζει κάποιες Θείες, μπουκάλες, ανθρώπους που μαγειρεύουν ή ταξιδεύουν, τον γραφικό “τρελό” της γειτονιάς κλπ. Διαφωνώ σε όλα. Στην πραγματικότητα ο Μελής φωτογραφίζει φωτογραφίες.
Είναι χωρίς αμφιβολία ένας φωτογράφος φωτογραφιών όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό. Η φωτογραφία, για τον Μενέλαο Πίττα, είναι το μέσο για να αποθανατίσει το αγαπημένο του αντικείμενο που δεν είναι άλλο από την ίδια τη φωτογραφία. Φαίνεται εξάλλου και από την ένταση ή από τη συναισθηματική φόρτιση που υπάρχει όταν φωτογραφίζει φωτογραφίες, σε σχέση με τις λιγοστές εκείνες περιπτώσεις που φωτογραφίζει άτομα. Τα άτομα αποθανατίζονται σχεδόν αυθόρμητα σε φυσικές πόζες και το αποτέλεσμα μοιάζει λίγο πολύ σαν τεκμηριογράφημα. Όταν όμως φωτογραφίζει φωτογραφίες η διαδικασία είναι εντελώς διαφορετική. Η θερμοκρασία του φωτός που δίνει και την αίσθηση του δωματίου, οι σκιές που πέφτουν πάνω στη φωτογραφία, οι καθόλου τυχαίες αντανακλάσεις, κι εκείνη προσήλωση στο ρούχο, στην επιφάνεια πάνω στην οποία τοποθετεί τη φωτογραφία του. Όλα συγκλίνουν σε μια συγκεκριμένη αισθητική που επαναλαμβάνεται με προσήλωση.
Όταν ο Μελής φωτογραφίζει φωτογραφίες είναι σαν να ενσαρκώνει εκείνη στιγμή τον ίδιο το φωτογράφο που τράβηξε το πρωτότυπο. Τα άτομα που ποζάρουν, δεν χαμογελούν στον Μελή που τους αποθανατίζει, όπως επιπόλαια σκεφτόμαστε συχνά όλοι, αλλά στο φωτογράφο που τους έβγαλε φωτογραφία τότε. Ο Μελής γίνεται ένα φωτογράφος που ταξιδεύει στο χρόνο. Λες και πηγαίνει πίσω στο 1930 για να φωτογραφίσει μια παρέα που πηγαίνει εκδρομή στην Καρπασία και αμέσως μετά γίνεται ένας φωτογράφος στο 2010 που ξανα-φωτογραφίζει την ίδια φωτογραφία μέσα από αυτό το ταυτολογικό μοτίβο που επέλεξε ως αισθητική των έργων του. Έχω την εντύπωση πως με αυτή τη μέθοδο είναι σαν να δίνει παράταση στην ανάμνηση. Προσθέτει στην παγωμένη στιγμή το χρόνο μιας γενιάς ακόμη να ζήσει.
Τέλος, όλη η δουλειά του Μενέλαου Πίττα καλύπτεται θα έλεγα από ένα διάφανο, νεκρικό πέπλο. Όσο περισσότερο τον γνωρίζω, τόσο πιο πολύ το επιβεβαιώνω, παρόλο που αυτή μου η εκτίμηση ίσως να είναι εμβολιασμένη και με πολλά στοιχεία από τον δικό μου τρόπο αντίληψης. Ελάχιστα άτομα στις φωτογραφίες του βρίσκονται ακόμη στη ζωή ενώ τα αντικείμενα και τα τοπία που αποθανατίζει ανήκουν συνήθως σε μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Είναι μια πληροφορία την οποία δεν παραλείπει να επισημαίνει όταν παρουσιάζει τη δουλειά του. Δεν πρόσεξα όμως να μιλά για αυτό με λύπη ενώ η νοσταλγία που ο ίδιος συχνά περιγράφει δεν είναι διαφορετική από τη νοσταλγία που χαρακτηρίζει τον καθένα όταν αναπολεί το παρελθόν και ιδιαίτερα τα παιδικά του χρόνια. Αντίθετα, νοιώθει νομίζω ικανοποίηση που το έργο του καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να λειτουργεί και ο ίδιος να διασώζει έτσι για λίγο ακόμη κάποιες φωτογραφικές στιγμές που διαφορετικά θα χάνονταν για πάντα. Ο Μελής αντί με τις φωτογραφίες του να αποθανατίζει στιγμές, κάνει κάτι λίγο διαφορετικό. Τις ανασταίνει προσωρινά. Φωτογραφίζει φωτογραφίες ξεπαγώνοντας τες για λίγο από την κατάψυξη του χρόνου.