Ποια τραγωδία; Εδώ δεν συντελέστηκε καμία τραγωδία. Μια ολόκληρη χώρα γονάτισε. Ένα έθνος ολόκληρο κλαίει.
Ποια τραγωδία;
Εδώ δεν συντελέστηκε καμία τραγωδία.
Μια ολόκληρη χώρα γονάτισε.
Ένα έθνος ολόκληρο κλαίει.
Ανήμποροι να κάνουν οτιδήποτε. Ακόμα κι εκείνες οι λιγοστές εστίες φωτιάς που θέτονται υπό έλεγχο, αναζωπυρώνονται σε λίγες ώρες και το μακελειό ξαναρχίζει.
Τα χωριά πέφτουν το ένα μετά το άλλο.
Τίποτα δεν χαρίζεται.
Τίποτα δεν μένει ανέπαφο.
Τώρα εγώ, σε λίγο εσύ.
Ακόμα και οι μεγάλες πόλεις κοιτάζουν φοβισμένες.
Από τα καψαλισμένα μπαλκόνια με τις λειωμένες κεραίες τους .
Τίποτα δεν θα σταματήσει αυτό το κακό.
Ούτε τα καμένα κορμιά, ούτε η αγάπη της μάνας στην απανθρακωμένη αγκαλιά της.
Ούτε τα αιώνια δάση, τα σπίτια , οι χαμένες περιουσίες.
Αυτή τη φορά δεν κάηκε το δέρμα τους.
Κάηκαν οι ιστοί μιας κοινωνίας.
Διαμελίστηκε η ανατομία ενός κράτους.
Κι ότι έμεινε δεν είναι σε θέση πια να το ξαναφτιάξει.
Ακίνητοι σχεδόν κοιτάζουν.
Τρέχουν όσοι έχουν ακόμα δυνάμεις και κλαίνε όσοι έχουν ακόμα πίστη και ελπίδα.
Οι υπόλοιποι κοιτάζουν και περιμένουν.
Πλησιάζει.
Με μια απόκοσμη βοή.
Μια φλεγόμενη μεγάλη αγκαλιά.
Καταβροχθίζει με πύρινα πλαταγιάσματα ότι ακόμα ζει και αναπνέει.
Καρφώνεις τη ματιά μπροστά και περιμένεις.
Γίνεσαι ένα με το δέντρο, το σπίτι, τα αυτοκίνητα της γειτονιάς, τα ζώα.
Περιμένεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά.
Τα οχήματα δεν ήρθαν, τα πτητικά μέσα δεν ήρθαν, η βοήθεια δεν έφτασε ποτέ.
Το νερό τελείωσε.
Η αντοχή τελείωσε.
Το πρώτο πύρινο γλείψιμο σου προκαλεί δέος.
Δεν προλαβαίνεις ούτε να αναλογιστείς τι έκανες.
Δεν προλαβαίνεις ούτε να σκεφτείς «γιατί»
Ξαφνικά δεν ακούς τίποτα.
Δεν πονάς.
Νοιώθεις ελαφρύς σαν αέρας.
Λειώνεις και σωριάζεσαι στη γη απαλά σαν όνειρο.
Και απλά ελπίζεις ότι κάποτε θα χορτάσει και θα σταματήσει.
Αυτό το κολασμένο κτήνος που κάποιοι ξύπνησαν.