Ήρθες ξανά. Όπως κάθε πρώτη Μαΐου. Πιστή στην ετήσια συνάντησή μας. Εκεί, στο Γουδί. Στο σπιτάκι σου, φιλενάδα. Στον Άγιο Θωμά. Που μαζευόμασταν και τα λέγαμε. Που καταθέταμε τις φοιτητικές μας έγνοιες, τους έρωτές μας. Δεν έχασες ούτε μια Πρωτομαγιά. Μαζί με τα λουλούδια και τα στεφάνια έρχεσαι πάντα κι εσύ. Μ΄ ένα μακρύ άσπρο φόρεμα και το μαλλί να ανεμίζει, μας χαιρετάς.
Μόνο που φέτος, φιλενάδα, έγκλειστοι εμείς κοιτάμε εσένα ελεύθερη. Ελεύθερη χρόνου. Ελεύθερη τόπου. Να μας χαμογελάς μειλίχια (δεν θα ξεχάσω ποτέ το γαλήνιο σου χαμόγελο, το νηφάλιο υφάκι σου), πιστή στα 21 μας χρόνια. Ούτε μια μέρα μεγαλύτερη.
Δεν ξέρω γιατί φέτος, σε σκέφτομαι πιο έντονα. Κατανοώ τις επιλογές σου. Τις ασύλληπτα ώριμες αποφάσεις σου στα 21. Την απλότητα. Την ειλικρίνεια. Την κατανόηση. Τη γαλήνη.
Είναι που αυτή την Πρωτομαγιά, του εγκλεισμού και του αναστοχασμού μας, επιστρέφουμε κι εμείς εκεί που εσύ πάντα ήσουν. Που εσύ πάντα θά ΄σαι, Λουκιάνα μας.
Στο λιτό και το ουσιαστικό.
Στο αδιάφορο απέναντι σε ό,τι μας βαραίνει.
Στην αναδιάταξη. Του δρόμου μας και του δρόμου του κόσμου.
Και σ΄ένα προσεχτικό κοσκίνισμα ανθρώπων και πραγμάτων.
Στο τέλος της νιότης μας εμείς, φιλενάδα, καταλαβαίνουμε αυτή την Πρωτομαγιά όσα εσύ πρόλαβες να δεις στην αρχή της. Μνήμη αγαθή, φιλενάδα. Και μνήμη αιωνία.
Ευτυχία Πιπονίδου